- ξέσκουρα
- επίρρ.1. επιπόλαια, ξώφαλτσα, ξώδερμα, ξώπετσα («η σφαίρα τόν πήρε ξέσκουρα»)2. με επιπολαιότητα, ελαφρά, χωρίς σοβαρότητα («μην τό παίρνεις ξέσκουρα, να τό φροντίσεις»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξέσκουρα — επίρρ. τοπ., ξώπετσα, πάνω πάνω: Τον βρήκε η σφαίρα ξέσκουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
(ε)ξώδερμα — επίρρ. τοπ., στην επιφάνεια του δέρματος, ξώπετσα, όχι βαθιά, επιπόλαια: Τον πήρε το βόλι ξώδερμα. ξώδερμα επίρρ. τοπ., ξυστά, ξώπετσα, ξώφαλτσα, ξέσκουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
(ε)ξώπετσα — επίρρ. τοπ., εξώδερμα (βλ. λ.). ξώπετσα επίρρ. τοπ., ξυστά, ξώφαλτσα, ξώδερμα, ξέσκουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυστά — επίρρ. τοπ., από πολύ κοντά, ξώπετσα, ξώδερμα, ξέσκουρα, ξώφαλτσα: Η σφαίρα πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξώφαρσα — και ξώφαλτσα επίρρ. τοπ., ξώπετσα, ξυστά, ξώδερμα, ξέσκουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)